- χωρίζων
- χωρίζωseparatepres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… … Dictionary of Greek
Ξένων — Γραμματικός των αλεξανδρινών χρόνων. Είναι κυρίως γνωστός με το όνομα Ξ. ο Χωρίζων, γιατί υποστήριζε ότι άλλος ήταν ο ποιητής της Ιλιάδας και άλλος της Οδύσσειας. Χώριζε δηλαδή τα έπη σε δύο έργα διαφορετικών συγγραφέων … Dictionary of Greek
ՄԵԿՆԻՉ — (նչի.) NBH 2 0244 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 14c ա.գ. ἐρμηνευτής, ἐρμηνευτικός interpres, interpretativus ἑξηγητής enarrator, explicator γραμματεύς scriba. Յայտնիչ. պարզօղ մթութեան բանից, թարգման. պատմօղ. քարոզ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)